Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

τινὸς οὐσίαν

  • 1 Attribute

    v. trans.
    P. and V. ναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα), προστιθέναι (τί τινι), αἰτιᾶσθαι (τινός τινα), ἐπαιτιᾶσθαι (τινός τινα), Ar. and P. ἐπαναφέρειν (τι εἴς τινα), ανατιθέναι (τί τινι), V. αἰτίαν νέμειν (τινός τινι).
    Assign: P. and V. ποδιδόναι.
    ——————
    subs.
    Sign: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, σύμβολον, τό; see Sign.
    Peculiar quality: P. and V. διον, τό.
    Part: P. and V. μέρος, τό.
    I must endeavour to say what is the attribute of each divinity: P. ἃ ἑκάτερος εἴληχε πειρατέον εἰπεῖν (Plat., Symp. 180E).
    You appear unwilling to explain the essential nature of righteousness, but to state a certain attribute of it: P. κινδυνεύεις τὴν μὲν οὐσίαν (τοῦ ὁσίου) οὐ βούλεσθαι δηλῶσαι, πάθος δέ τι περὶ αὐτοῦ λέγειν (Plat., Euth. 11A).
    We shall find all things despised except such as have received a share in this attribute ( beauty): P. εὑρήσομεν πάντα καταφρονούμενα πλὴν ὅσα ταύτης τῆς ἰδέας κεκοίνωκε (Isoc. 216E).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Attribute

См. также в других словарях:

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… …   Dictionary of Greek

  • σκεδαστός — ή, ό / σκεδαστός, ή, όν, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διασκορπίσει, να διαλύσει, ο επιδεκτικός σκέδασης («ὅταν οὐσίαν σκεδαστὴν ἔχοντός τινος ἐφάπτηται καὶ ὅταν ἀμέριστον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ τού αορ. ἐ σκέδασ α τού σκεδάννυμι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»